- ἐσέχυντο
- εἰσχέωpour inaor ind mid 3rd pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εισχέω — εἰσχέω (Α) 1. χύνω μέσα 2. παθ. (για πρόσ.) χύνομαι ορμητικά, ορμώ («ἐσέχυντο πόλιν») 3. εισέρχομαι … Dictionary of Greek